κακογραφία

κακογραφία
η
το να γράφει κάποιος δυσανάγνωστα γράμματα, η δυσανάγνωστη γραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • δυσλεξία — Είδος μαθησιακής δυσκολίας, που εμφανίζεται με δυσχέρεια στην ανάγνωση και στην κατανόηση γραπτών κειμένων, στη γραπτή έκφραση και στη γραφή, καθώς και στα μαθηματικά. Η δ. δεν συνεπάγεται διαταραχή στην εκφορά του λόγου, γι’ αυτό και συχνά δεν… …   Dictionary of Greek

  • κοδίμεντον — κοδίμεντον, τὸ (Μ) 1. βότανο που χρησίμευε στη μαγειρική ως καρύκευμα, πιθ. ο μαϊντανός 2. πράγμα δευτερεύουσας αξίας 3. κακογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. codimentum] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”